οὐλάδες

οὐλάδες
οὐλάς
crisped
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουλάς — οὐλάς, άδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ., ανώμ. θηλ. τού οὖλος) σγουρή, κατσαρή 2. ως ουσ. θύλακος, πήρα, σακούλα («οὐλάδες πῆραι, θύλακοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. μον άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”